(ε)ξορκισμός

(ε)ξορκισμός
(ε)ξορκισμός
ο
1. η επιβολή όρκου σε κάποιον.
2. η απομάκρυνση των κακών πνευμάτων με προσευχές, ιεροπραξίες ή μαγικά μέσα.
3. και ξόρκι, το προσευχή, ιεροπραξία ή μαγικό μέσο για απομάκρυνση των κακών πνευμάτων ή για γιατρειά αρρώστου ή άρρωστων μελών του σώματος (συνήθ. στον πληθ., εξορκισμοί, οι και ξόρκια, τα: Ο Παπαρίζος με τους εκκλησιαστικούς εξορκισμούς κι εκείνος με τα μάγια του (Α. Καρκαβίτσας).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξορκισμός — ο [ξορκίζω] το ξόρκισμα …   Dictionary of Greek

  • εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… …   Dictionary of Greek

  • ξόρκι — το προσευχή, μαγικό μέσο για την απαλλαγή από κακό ή αρρώστια, ξορκισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”